- Μελιταίου
- Μελιταῖοςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιμοκαλλιέργεια — Μέθοδος άμεσης αναζήτησης μικροβίων του αίματος με τεχνητό πολλαπλασιασμό τους έξω από τον οργανισμό. Για τον σκοπό αυτό αναμειγνύουν το αίμα που πρόκειται να διερευνηθεί με κατάλληλο θρεπτικό υλικό και επιδιώκουν να γίνει επώαση σε συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek
μελιτίνη — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 130 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονας του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται σε απόσταση 44 χλμ. Ν της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σμήνους. * * * η ιατρ. διήθημα καλλιέργειας βρουκέλλας σε ζωμό το οποίο… … Dictionary of Greek
μελιτοκοκκίαση — Βλ. λ. μελιταίος πυρετός. * * * και μελιτοκόκκωση, η ιατρ. παλαιά ονομασία τού μελιταίου πυρετού … Dictionary of Greek
βρoυκέλωση — Λοιμώδες νόσημα που προσβάλλει τα ζώα (αγελάδες, κατσίκες, πρόβατα, χοίρους), από τα οποία μολύνεται και ο άνθρωπος. Λέγεται και μελιταίος ή κυματοειδής πυρετός. Η νόσος οφείλεται σε ένα κοκκοβακτηρίδιο, τη βρουκέλατου μελιταίου (brucella… … Dictionary of Greek
Μπένσης, Βλαδίμηρος — (1877 – 1950). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη Γαλλία, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας της ιατρικής σχολής του Παρισιού, και όταν γύρισε στην Ελλάδα χρημάτισε διαδοχικά επιμελητής της παθολογικής κλινικής του Πανεπιστήμιου Αθηνών (1904),… … Dictionary of Greek